Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

"Η γοργόνα η ντεντέκτιβ" της Μάντυ Τσιπούρα

  Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη του ωκεανού Πλατιάνα, ζούσε η γοργόνα Οραντζίνη. Διέφερε από τις άλλες που την κορόιδευαν. Είχε αστεία φατσούλα, πορτοκαλί μαλλιά, φακίδες και ελαφρώς μυτερή μυτούλα.Είχε όμως ένα μόνιμο χαμόγελο. Έκανε παρέα με τον εαυτό της αφού δεν την καλούσαν πουθενά κι έτσι βρήκε ευχαρίστηση στις εξερευνήσεις του βυθού. Έψαχνε για ναυάγια, για χαμένους θησαυρούς, παλιούς χάρτες με κρυμμένα μυστικά. Της άρεσε να ακούει παράξενες ιστορίες, να διαλευκαίνει μυστήρια, να ζει πρωτόγνωρα πράγματα
      Μια μέρα καθώς περιπλανιόταν στα αμπάρια ενός ναυαγίου βρήκε σ' ένα σεντούκι ένα όμορφο δαχτυλίδι μ' ένα κόκκινο λαμπερό πετράδι. Μόλις το έβαλε στο δαχτυλό της έγινε κάτι μαγικό! Το πετράδι άλλαξε χρώμα, έγινε διάφανο και συγχρόνως έγινε διάφανη κι εκείνη. Έμοιαζε σα γυάλινο μπιμπελό στον αχανή ωκεανό. Ήταν αόρατη αφού δε ξεχώριζε μέσα στα νερά. Το έβγαλε και το κρέμασε στο λαιμό της. Αμέσως επανήλθε στην αρχική της κατάσταση όπως και το δαχτυλίδι. Από τότε το είχε πάντα μαζί της. Έτσι χωρίς να γίνεται αντιληπτή , διέσχιζε θαλάσσια σπήλαια και μονοπάτια.
    Κάποια μέρα σε μια κρυφή στοά άκουσε τον Καρχαρογίν και τον Χταποδίν, τους συμβούλους του πρίγκηπα, να συνομωτούν εναντίον του. Σκόπευαν να εξοντώσουν τον Χρυσοπτέρη και τη θέση του στο θρόνο να πάρει ο μικρότερος αδελφός του ο Ασημολέπης που τους είχε υποσχεθεί πολλά δώρα κι αξιώματα. Άρεσε πολύ στον πρίγκηπα να ανακαλύπτει καινούργια μέρη και θα πήγαιναν να εξερευνήσουν ένα τεράστιο άπατο πηγάδι. Θα τον έσπρωχναν να χαθεί εκεί μέσα για πάντα. Η Οραντζίνη καθημερινά τους παρακολουθούσε.Άμα 
κουνιόταν προκαλούσε μια δόνηση σα σεισμό και τους κατατρόμαζε. Τότε γελούσε μονολογώντας "θα σας φτιάξω εγώ βρωμόψαρα της κακίας". Δεν τους άφηνε από τα μάτια της κι όταν παρήγγειλαν στον πρίγκηπα να πάει μαζί τους, εκείνη τους ακολούθησε.
     Έφτασε η στιγμή και καθώς ήταν και οι τρεις πάνω στο στόμιο του πηγαδιού η γοργόνα δίνει μια με το πτερύγιο της ουράς της και χτυπά τους δύο προδότες. Αυτοί ζαλισμένοι κι ανήμποροι χάνουν την ισορροπία τους και δίχως να καταλάβουν από πού τους ήρθε, πέφτουν μέσα. Ακόμα άλλο ένα ταρακούνημα και χώνονται όλο και πιο βαθιά χωρίς πια γυρισμό. Ο Χρυσοπτέρης ευθύς ορμά να τους βοηθήσει και τότε η Οραντζίνη βγάζει το δαχτυλίδι απ' το δάχτυλό της και κανονική παρουσιάζεται μπροστά του. Εκείνος σαστισμένος πώς ξεφύτρωσε αυτή απ' το πουθενά άρχισε να τη φωνάζει. Του τα είπε όλα, μα δεν την πίστεψε. Η γοργόνα ντέντεκτιβ όμως είχε ηχογραφήσει όλα τα λόγια τους και έτσι τον έπεισε. Κατάλαβε πόσο αγώνα είχε κάνει τόσο καιρό για να τον σώσει. Την αγάπησε πολύ για την καλοσύνη της και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Τότε συνέβη κάτι εκπληκτικό! Η Οραντζίνη έλαμπε από χαρά και ο πρίγκηπας τα έχασε ξανά, από την ομορφιά της τώρα. Το δαχτυλίδι είχε κάνει πάλι τα μαγικά του. Την είχε μεταμορφώσει σε μια πανέμορφη γοργόνα. Η αλήθεια όμως είναι ότι η ευτυχία και αγάπη μεταμορφώνει τους ανθρώπους...
    Ο γάμος έγινε με υπέρλαμπρες τιμές και όλες οι γοργόνες έσκασαν από τη ζήλια τους. Τον Ασημολέπη τον έστειλαν εξόριστο σ' ένα νησί, συντροφιά με τη μοναξιά του. Έτσι έζησαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα!

Η Μάντυ Τσιπούρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Άμφισσα Φωκίδος. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή τουΑ.Π.Θ. Θεσσαλονίκης όπου και παρακολούθησε διετή μεταπτυχιακά μαθήματα Ερμηνευτικής Θεολογίας. 
Ζει μόνιμα στη Λαμία, μητέρα δύο παιδιών κι εργάζεται στο τεχνικό γραφείο του συζύγου.
Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στον ιδιωτικό τομέα και για ένα διάστημα στην Περιφέρεια Λαμίας. Μέλος διαφόρων συλλόγων και θεατρικής ερασιτεχνικής ομάδας. 
Παρακολουθεί διαδικτυακά σεμινάρια Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.  Έχει συμμετάσχει σε ποιητικούς διαγωνισμούς κι εργαστήρια συγγραφής. Είναι ενεργό μέλος πολλών λογοτεχνικών ομάδων και αρκετά ποιήματά της έχουν αναρτηθεί εκεί. Πολλά έχουν ανεβεί σε διάφορα ιστολόγια, άλλα έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολόγια, πολλά έχουν απαγγελθεί σε ραδιοφωνικές εκπομπές και αρκετά ακόμα αποτελούν μέρος συλλογικών βιβλίων, ένα εκ των οποίων έχει ήδη εκδοθεί: Ποίηση, ένας δρόμος προς το όνειρο, καθώς και στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2021, όπως και τριών ακόμα που είναι υπό έκδοση. Το ποίημά της "Χωρίς ταυτότητα" έχει ανεβεί σε μουσικό βίντεο στο you tube με τίτλο without indentity. Σχέση αγάπης και λατρείας με την ποίηση.

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

"Ο λαγός και η χελώνα Part 2" της Μαριάνας Περάκη


"Ο λαγός και η χελώνα Part 2"

  Πόσα χρόνια χρειάζεται να περάσουν για να ξεχαστεί ένα γεγονός; 
  Κι αν δε ξεχαστεί; Κι αν το θυμάσαι ακόμα και δε μπορείς να βρείς την ησυχία σου;
  Ο λαγός δε μπορούσε να ξεχάσει. Να ηττηθεί από μία χελώνα παραήταν για να μπορέσει απλώς να το χωνέψει και να συνεχίσει κανονικά τη ζωή του. Παρ'όλο που είχαν περάσει χρόνια, εκείνος δε μπορούσε ακόμα να αποδεχτεί ότι τον είχε κερδίσει το πιό αργό πλάσμα σε όλο το βασίλειο των ζώων. 'Επρεπε κάτι να γίνει γιαυτό, μιά κι έβλεπε ότι πλέον είχε περάσει καιρός και εκείνος ήταν απαρηγόρητος.
  Πήγε και τη βρήκε την επόμενη μέρα για να της μιλήσει. Παρ'όλο που είχε περάσει καιρός, εκείνη φαινόταν ολόιδια και το ίδιο φιλική όπως και τότε. Αυτό όμως που του έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν ξαφνιάστηκε καθόλου από το γεγονός ότι τη γύρεψε.
  “'Ημουν σίγουρη ότι κάποτε θα με έβρισκες πάλι. Και όχι δεν αναφέρομαι στην ήττα σου τότε.”
  Ο λαγός προσπάθησε να καταλάβει αν τον ειρωνευόταν, αλλά δε διέκρινε κανένα ίχνος κοροϊδίας στο βλέμμα της. Τον κοιτούσε με πολύ σεβασμό και ηρεμία. Γιατί του είπε όμως τότε ότι δεν αναφέρεται στην ήττα του; Αφού κατάλαβε γιατί την ξαναβρήκε, για ποιόν άλλο λόγο να έχει έρθει; Δεν κάθισε να το σκεφτεί και πολύ.
  “Θελω να κάνουμε πάλι αγώνα! Θέλω να πάρω τη ρεβάνς!”
   Η χελώνα χαμογέλασε. Της άρεσε που ήταν ευθύς και δεν καθόταν να δικαιολογηθεί ή να πεί κάτι άλλο, πέρα απ' αυτό που ήθελε. 
  “Βεβαίως καλέ μου λαγέ, ας το επαναλάβουμε. Θα μου επιτρέψεις όμως να διαλέξω μιά άλλη διαδρομή αυτή τη φορά γιατί έχω υπόψη μιά διαδρομή που έχει περισσότερο ενδιαφέρον και βλέπεις και πιό όμορφα πράγματα...”
  Ο λαγός αμέσως αντέδρασε:
  “Ξέρω τι θες να κάνεις. Θες να δυσκολέψεις τη διαδρομή για να μου τύχει κάτι και να χάσω τον αγώνα. 'Οχι! Θέλω μια πιό απλή διαδρομή για να φαίνεται ξεκάθαρα ποιός είναι ο πιό γρήγορος και, αυτή τη φορά, να κερδίσω όπως πρέπει!”
  Η χελώνα χαμογέλασε και πάλι. Δεν είχε όμως την πονηριά στο μυαλό της.
  “Τότε υπάρχει και μιά άλλη διαδρομή που είναι πραγματικά απλή και φτάνεις κατευθείαν στο τέρμα. Ο δρόμος είναι ίσιος και το σημείο τερματισμού δεν απέχει πολύ από την αφετηρία.”
  “Ωραία αυτόν θέλω να διαλέξω!” Είπε αμέσως ο λαγός. “Και αυτή τη φορά θα κερδίσω! Δε θα κάνω το λάθος να κοιμηθώ όπως την προηγούμενη φορά!”
  'Οταν όμως ήταν έτοιμοι για τον αγώνα, είδε ότι η χελώνα πήγε παραδίπλα προς την άλλη διαδρομή, και παραξενεύτηκε. Γιατί να θέλει η χελώνα να διαλέξει την άλλη διαδρομή που ήταν πιό χρονοβόρα, πιό πολύπλοκη και σίγουρα δεν της εγγυόταν κανένα καλό αποτέλεσμα; Μήπως δεν την ενδιέφερε και πολύ να κερδίσει; Γιατί όμως τότε να συμμετάσχει στον αγώνα; 
  Αυτή και μόνο η σκέψη δεν του άρεσε καθόλου. 'Επρεπε η χελώνα να θέλει απεγνωσμένα να κερδίσει! 'Επρεπε, για να της δώσει ένα καλό μάθημα που τον κέρδισε στον προηγούμενο αγώνα! 'Επρεπε να την κάνει να νιώσει ταπείνωση, όση ταπείνωση είχε νιώσει τότε ο ίδιος! Γύρισε το βλέμμα του και κοίταξε τη χελώνα που στεκόταν ατάραχη στην αφετηρία, και με μιά χαρά και γαλήνη στο πρόσωπό της. Αυτό τον εκνεύρισε ακόμα περισσότερο αλλά αποφάσισε να συγκρατήσει το θυμό του γιατί δεν το συνέφερε αν ήταν να κερδίσει τον αγώνα, να χάσει τη συγκέντρωσή του. 
  Συγκεντρώθηκε λοιπόν, πάλι στον αγώνα, αποφασισμένος να κερδίσει και ένιωσε μιά άγρια χαρά αναμεμειγμένη με έντονη ανυπομονησία. 'Ηταν απλά θέμα χρόνου. Θα άρχιζε ο αγώνας και εκείνος θα έδινε τον καλύτερό του εαυτό, κάνοντας και τα υψηλότερα άλματα που είχε κάνει ποτέ και, σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα θα βρισκόταν στο σημείο τερματισμού. 'Ηταν ο πιό γρήγορος απ'όλους τους λαγούς και επιτέλους, θα του δινόταν η ευκαιρία να δείξει ποιός πραγματικά ήταν. Το περίμενε ήδη καιρό. Ο δρόμος ήταν ίσιος και σύντομος, οπότε δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους. 
  Η χελώνα έδωσε το σήμα, και ο αγώνας ξεκίνησε.
  Ο λαγός τινάχτηκε κατευθείαν μπροστά, σαν να τον τραβούσε ένα αόρατο σκοινί, και έτρεξε όπως δεν είχε τρέξει ποτέ. Δεν τον ένοιαζε τίποτ' άλλο παρά να φτάσει στο τέρμα, και δεν έβλεπε τίποτα γύρω του, παρά μόνο το τέλος της διαδρομής που φαινόταν λίγα μέτρα μπροστά του πλέον. Σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα, έφτασε στο τέλος του δρόμου, όπου ήταν και το σημείο τερματισμού. Δεν κατάλαβε για πότε ξεκίνησε και για πότε έφτασε, του φαινόταν λες και όλα είχαν γίνει μόνο σε μιά στιγμή. 'Ενιωσε ξανά την ίδια άγρια χαρά που κατάλαβε ότι είχε κερδίσει, και η μία σκέψη διαδεχόταν την άλλη. Θα ερχόταν η χελώνα μετά από λίγο και θα διαπίστωνε ότι αυτή τη φορά, είχε χάσει. Θα την έπιανε απελπισία. Θα κοιτούσε το λαγό και θα καταλάβαινε το λάθος της να τα βάλει με τον πιό γρήγορο. Θα την έλουζε ένα κύμα θαυμασμού για το λαγό και, επιτέλους, θα αναγνωριζόταν η αξία του. Ονειροπόλησε έτσι για κάμποσα λεπτά.
  Μέχρι που επανήρθε στην πραγματικότητα. Η χελώνα δεν είχε φτάσει ακόμα αλλά δεν τον πείραζε να περιμένει για να τον δεί που ειχε κερδίσει. Θα καθόταν απλά και θα χάζευε το τοπίο γύρω του που του φαινόταν ότι ήταν όμορφο, σαν να τον χειροκροτούσε που βγήκε νικητής. Πρόσεξε τα δέντρα γύρω του, τη λιμνούλα λίγο πιό πέρα, άκουγε διάφορα πουλιά γύρω του, αλλά το μυαλό του ήταν μόνο στη νίκη και στο πόσο ξαλαφρωμένος ένιωθε. Γύρισε πάλι να δεί το τοπίο γύρω του, αλλά έμεινε απλά να κοιτάζει γιατί αισθάνθηκε να του κόβεται η αναπνοή.
  Τα δέντρα, η λίμνη και τα πουλιά, είχαν όλα εξαφανιστεί. Στη θέση τους δεν υπήρχε παρά μόνο έρημος.
  'Εκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε μήπως έβλεπε όνειρο. Δε μπορούσε να πιστέψει και να καταλάβει αυτό που έβλεπε. Τώρα μόλις δεν υπήρχαν εδώ δέντρα; 'Ηταν εντελώς σίγουρος ότι είχε φτάσει στο τέρμα και έβλεπε γύρω του αυτά που έβλεπε. Γύρισε να κοιτάξει προς το δρόμο και να τσεκάρει και το σημείο τερματισμού. Αυτά όλα ήταν εκεί. 'Εβλεπε και το σημείο στην αφετηρία που ήταν πολύ κοντά. Και τότε έκανε μιά διαπίστωση. Ο δρόμος δεν ήταν καθόλου μακρύς. Χρειάστηκε μόνο ένας πήδος για να φτάσει στο τέρμα. Σχεδόν σαν η αρχή και το τέλος να ήταν το ίδιο σημείο. Κι εκεί ένιωσε να παραλύουν τα πόδια του. Είχε καιρό να νιώσει θλίψη. Προσπάθησε να παρηγορήσει τον εαυτό του ότι, ούτως ή άλλως εκείνος κέρδισε τον αγώνα και ότι, όπως και να 'ταν η διαδρομή, πάλι εκείνος θα κέρδιζε. Δε μπορούσε όμως να βρεί παρηγοριά και αυτό τον παραξένεψε. Δεν έβλεπε παρά μόνο μπροστά του την έρημο. 
  Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί έβλεπε ό,τι έβλεπε. Είχε διαλέξει την πιό σύντομη διαδρομή και είχε φτάσει αμέσως εκεί που ήθελε. 'Ηταν απόλυτα συγκεντρωμένος στο στόχο του, τόσο που δεν έβλεπε τίποτα γύρω του, τίποτα από τα δέντρα, τα ζώα και τα ποταμάκια που θα μπορούσε να δεί. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Τον ένοιαζε μόνο ο στόχος. Τώρα λοιπόν που τον πέτυχε, γιατί να τον νοιάζει το τοπίο γύρω του; Γιατί να νιώθει απελπισία που δεν έβλεπε τίποτα από αυτά που στην αρχή δεν τον ενδιέφεραν καθόλου; Ακόμα και όταν τα είχε δεί πλέον στο τέλος της διαδρομής, ένιωθε λες και τα περίμενε να είναι εκεί, ότι ήταν δεδομένο ότι σίγουρα θα τα έβρισκε, σαν να του χρωστούσαν που κέρδισε τον αγώνα. Τώρα όμως, τα ήθελε όλα πίσω, τα δέντρα, τα πουλιά, τη λίμνη, αλλά ένιωθε ότι τα είχε χάσει, και το χειρότερο, ότι δεν τα άξιζε πλέον. 'Εμεινε να κοιτάζει την έρημο, έκατσε κάτω στην άμμο και έβαλε το πρόσωπό του στα χέρια του. Δεν τον ενδιέφερε πλέον ο δρόμος και το σημείο τερματισμού, ένιωθε ότι δεν είχαν κανένα νόημα.
  Σ'αυτό το σημείο, ήρθε και τον βρήκε η χελώνα. Είχε φτάσει λαχανιάζοντας, όχι επειδή είχε προσπαθήσει να πάει όσο πιό γρήγορα μπορούσε για χελώνα, αλλά επειδή είχε κάνει όλη αυτή τη διαδρομή που της πήρε πολλή ώρα για να φτάσει στο τέλος της. Παρ'όλ'αυτά το πρόσωπό της έλαμπε. Είχε ευχαριστηθεί ένα σωρό περιπέτειες, είχε περάσει από πολλά δέντρα, είχε κολυμπήσει σε λιμνούλες, είχε κάνει καινούριους φίλους στη διαδρομή και τώρα, στο σημείο τερματισμού, ορθωνόταν μπροστά της ένας υπέροχος καταρράχτης που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Τη διαδρομή αυτή την είχε κάνει κι άλλες φορές, αλλά κάθε φορά το τοπίο άλλαζε, όπως άλλαζε και το τοπίο στο τέλος της διαδρομής, το οποίο γινόταν όλο και πιό όμορφο. 'Εμεινε να χαζεύει τον καταρράκτη πολλή ώρα, μέχρι που θυμήθηκε το λαγό.
  Τον βρήκε να κάθεται στο έδαφος με το πρόσωπο στα χέρια του και κατάλαβε αμέσως.
  Κάθισε δίπλα του χωρίς να πεί τίποτα. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε και του έκανε εντύπωση πως του φαινόταν νεότερη σε σχέση με πρίν. Το πρόσωπό της ήταν πιό φωτεινό και ήταν λες και δεν είχε κουραστεί καθόλου. Με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους όμως, ένιωσε να φεύγει όλος ο πόνος που είχε όλη αυτή την ώρα. 'Ενιωσε μία πρωτόγνωρη ηρεμία και δεν τον ενδιέφερε πλέον τίποτα παρά μόνο να κάθεται εκεί παρέα με τη χελώνα. Κι εκεί η χελώνα χαμογέλασε ξανά αλλά μαζί της χαμογέλασε και ο λαγός.
  “Πάμε πίσω πρίν βραδιάσει” του είπε τότε η χελώνα. “Πάμε να πάρουμε τη διαδρομή που σου πρότεινα!”
  Ο λαγος σηκώθηκε και το βλέμμα του έλαμψε για ό,τι τον περίμενε μπροστά του. Δεν έβλεπε την ώρα. 
  Πήγε δίπλα στη χελώνα και χαθήκανε προς το δάσος. 'Ηταν μεγάλη η διαδρομή αλλά δεν τους ένοιαζε.

Συγγραφέας: Μαριάνα Περάκη
Η Μαριάνα ζεί κι εργάζεται στην Αθήνα. Από μικρό παιδί ασχολείται με τη ζωγραφική και τη συγγραφή και, με σπουδές στην ψυχολογία και σε εναλλακτικές μορφές θεραπείας, την ενδιαφέρει να εμπνέει, να βοηθάει τους άλλους στα προβλήματά τους, και να τους φτιάχνει τη διάθεση. 

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

"Ο λιθοξόος", ένας Ιαπωνικός μύθος



Κάποτε σε μια μικρή πόλη ζούσε ένας λιθοξόος, ο οποίος κάθε μέρα πήγαινε σε έναν υπέροχο βράχο, στην πλευρά ενός μεγάλου βουνού και έκοβε κομμάτια μάρμαρο για ταφόπλακες ή για σπίτια. Αγαπούσε την δουλειά του και γνώριζε όλα τα πετρώματα και τα είδη τους και ήξερε κάθε πέτρα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Ήταν προσεκτικός και είχε πολλούς πελάτες. Παρ’ όλο που η δουλειά του ήταν κουραστική ήταν αρκετά χαρούμενος και ικανοποιημένος.
Στο βουνό που δούλευε, καθώς λέγανε οι ντόπιοι ζούσε ένα πνεύμα που βοηθούσε τους ανθρώπους. Ωστόσο, ο λιθοξόος δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πνεύμα, και δεν τους πίστευε.
Μια μέρα ο λιθοξόος πήγε ένα κομμάτι μάρμαρο στο σπίτι ενός πλούσιου άνδρα. Το σπίτι ήταν υπέροχα φτιαγμένο και διακοσμημένο αλλά εκείνο που τον εντυπωσίασε ήταν η κρεβατοκάμαρες του σπιτιού, με τα τεράστια κρεβάτια και τις μεταξωτές κουρτίνες που ούτε καν είχε ονειρευτεί. Την άλλη μέρα όταν πήγε στο βουνό να κόψει ένα καινούργιο μάρμαρο, η δουλειά του, του φάνηκε σκληρή και κακοπληρωμένη και είπε στον εαυτό του: " Ω, αν μπορούσα να ήμουν ένας τόσο πλούσιος! Να μπορούσα να κοιμηθώ σε ένα κρεβάτι με μεταξωτές κουρτίνες και χρυσές φούντες! Πόσο χαρούμενος θα ήμουν! "
Στην στιγμή, μια φωνή του απάντησε: "Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Είσαι πλούσιος!"
Ο λιθοξόος κοίταξε γύρω, αλλά δεν είδε κανένα και δεν έδωσε μεγαλύτερη σημασία στο θέμα. Επειδή όμως δεν ήθελε να δουλέψει άλλο πήρε τα εργαλεία του και γύρισε στο σπίτι του. Όμως όταν έφτασε μπροστά στο σπίτι του σταμάτησε θαμπωμένος. Αντί για την ξύλινη καλύβα του στην θέση της βρήκε ένα αρχοντικό παλάτι. Μέσα υπήρχαν υπέροχα έπιπλα, και το πιο υπέροχο από όλα ήταν το κρεβάτι, πολύ πιο όμορφο από αυτό που είχε ζηλέψει. Έτσι άρχισε την νέα του ζωή ως πλούσιος.
Σιγά σιγά καλοκαίριαζε και η ζέστη δυνάμωνε. Ένα πρωί που η ζέστη ήταν τόσο μεγάλη που ο λιθοξόος δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο, σκέφτηκε να γυρίσει στο σπίτι του. Δεν είχε σταματήσει να δουλεύει αλλά επειδή ήταν πλέον πλούσιος , δούλευε μόνο λίγες ώρες κάθε μέρα. Ενώ μάζευε τα εργαλεία του, είδε στον κοντινό δρόμο να περνά μια μικρή άμαξα, στολισμένη με χρυσά και κόκκινα υφάσματα και μικρά φαναράκι. Από πίσω ακολουθούσαν υπηρέτες ντυμένους με μπλε και ασημί στολές. Στην άμαξα ήταν ένας πρίγκιπας, και πάνω από το κεφάλι του κρατούσε μια ολόχρυση ομπρέλα για να τον προστατεύσει από τις ακτίνες του ήλιου.
«Ω, αν ήμουν μόνο πρίγκιπας!» Είπε ο λιθοξόος στον εαυτό του, «Ω, αν ήμουν μόνο πρίγκιπας, και μπορούσα να πάω με μια τέτοια άμαξα στο σπίτι μου και να κρατάω μια τέτοια χρυσή ομπρέλα! Δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνω με τα πόδια. Ω, πόσο χαρούμενος θα ήμουν! "
:"Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Είσαι πρίγκηπας!" αντήχησαν τα δέντρα.
Και ήταν ένας πρίγκιπας. Μπροστά από την χρυσοποίκιλτη άμαξά του πήγαινε μια παρέα ανδρών και πίσω της έξι υπηρέτες ντυμένοι με κόκκινες και χρυσαφί στολές. Ένας από αυτούς του έδωσε μια υπέροχη , ολόχρυση ομπρέλα, την πολυπόθητη! Είχε ότι ήθελε η καρδιά του και ήταν δική του. Χαρούμενος ανέβηκε στην άμαξα.
Μέχρι να φτάσει όμως σπίτι του, παρά την ομπρέλα το πρόσωπό του είχε καεί από τον ήλιο. Την άλλη μέρα που πήγε πάλι να δουλέψει το πρόσωπό του κάηκε πιο πολύ παρ’ όλο που ένας υπηρέτης κράταγε πάνω από το κεφάλι του την ομπρέλα όσο δούλευε. 
Ο λιθοξόος θύμωσε και φώναξε: «Ο ήλιος είναι πιο δυνατός από εμένα, ω, αν ήμουν ο ήλιος! Πόσο ευτυχισμένος θα ήμουν»
"Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Ο ήλιος θα είσαι." Ψιθύρισαν οι πεταλούδες. 
Και ο λιθοξόος έγινε ο ήλιος ! Α τι ωραία που ήταν! Ένιωθε περήφανος για τη δύναμή του. Έριξε τις ακτίνες του πάνω στη γη και γύρω στον ουρανό. Έκαψε το γρασίδι στα χωράφια και καψάλισε τα πρόσωπα των πριγκίπων , των αρχόντων των φτωχών. Αλλά η δυσαρέσκεια για άλλη μια φορά γέμισε την ψυχή του, και όταν ένα σύννεφο κάλυψε το πρόσωπό του, και έκρυψε τη γη από αυτόν, φώναξε με δυνατή φωνή: "Το σύννεφο κρατά αιχμάλωτες τις ακτίνες μου, και είναι πιο δυνατό από εμένα! Ω, ότι ήμουν σύννεφο θα ήμουν ισχυρότερος από οποιοδήποτε άλλο! "
Τότε το αεράκι απάντησε με λεπτή φωνούλα: ": "Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Είσαι ένα σύννεφο!"
Και έγινε ένα σύννεφο . Τι καλά που ένοιωθε! Ήταν ανάμεσα στον ήλιο και τη γη. Έκρυβε τις ακτίνες του ήλιου ή τις άφηνε να περνάνε όποτε ήθελε! Άλλοτε έριχνε βροχή άλλοτε όχι άλλοτε γινόταν λευκό σαν βαμβάκι και άλλοτε γκρίζο και σκοτεινό. Στη χαρά του κράτησε τις ακτίνες του ήλιου και έριξε ψιλή βροχούλα. Η γη έγινε πράσινη και άνθησαν τα άνθη. Αλλά σε λίγο βαρέθηκε. Έριξε δυνατή βροχή μέχρι που τα ποτάμια να ξεχειλίσουν και οι καλλιέργειες ρυζιού να γεμίσουν στο νερό. Αυτό άρεσε στους κατοίκους που τον παρακαλούσαν να τους στείλει κι άλλη βροχή. Και έριξε δυνατή βροχή, καταιγίδα. Οι πόλεις και τα χωριά καταστράφηκαν από τη δύναμη της βροχής. Δεν έμεινε τίποτε στην γη. Μόνο ο μεγάλος βράχος στην πλαγιά του βουνού εκεί που συνήθιζε να δουλεύει. Έκπληκτος Αναρωτήθηκε "Είναι λοιπόν ο βράχος πιο δυνατός από εμένα; Ω, ας γινόταν να ήμουν ο βράχος!"
Και το πνεύμα απάντησε: : "Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Βράχος θα είσαι!"
Και έγινε βράχος δοξασμένος και πασίγνωστος για δύναμή του. Με υπερηφάνεια στάθηκε στην μέση τους κάμπου. Ούτε η θερμότητα του ήλιου ούτε η δύναμη της βροχής θα μπορούσε να τον κινήσει. "Αυτό είναι το καλύτερο από όλα!" Είπε στον εαυτό του. 
Μια μέρα, ενώ απολάμβανε την ηρεμία του κάμπου άκουσε έναν θόρυβο στα πόδια του. Έναν γνώριμο θόρυβο. Όταν κοίταξε προς τα κάτω για να δει τι είναι, είδε έναν νεαρό λιθοξόο να δουλεύει. Ένα αίσθημα τρόμου διαπέρασε το κορμί του. Ξαφνικά ένα μεγάλο κομμάτι του έσπασε και έπεσε στο έδαφος. 
Τότε φώναξε με οργή: «Ένα απλό παιδί , ένας λιθοξόος είναι πιο δυνατός από ένα βράχο; Αχ να μπορούσα να ήμουν λιθοξόος!»

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κύρια
Mak Phaedrus και στην ομάδα της Ιαπωνικής Βεντάλιας που μου επέτρεψαν την αναδημοσίευση του!!

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

«Ο ΧΡΥΣΟΣΚΑΛΙΣΤΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ» της Νικολέτας Τρίψα




"Ο χρυσοσκάλιστος καθρέφτης" 
 

Μια φορά, κάποτε παλιά, στην καρδιά ενός πυκνού δάσους ένα όμορφο βασιλόπουλο είχε βγει για κυνήγι. Κάποια στιγμή καθώς δίψασε σταμάτησε μπροστά σε ένα βαθύ πηγάδι για να σβήσει τη δίψα του. Την ώρα όμως που γύριζε το μαγγάνι στη θέση του κουβά δεμένος ήταν ένας καθρέφτης. Ένας χρυσοσκάλιστος και διαμαντοστόλιστος καθρέφτης. Εντυπωσιασμένο το βασιλόπουλο από την ομορφιά του, τον καρπώθηκε κι επέστρεψε στο παλάτι. Τοποθέτησε τον καθρέφτη στο δωμάτιο του, όπου καθημερινά καμάρωνε τον εαυτό του. Ο καθρέφτης όμως ήταν μαγεμένος κι έκανε το βασιλόπουλο να χάνει μέρα με τη μέρα τον εαυτό του. Μαγευόταν λοιπόν από το είδωλο του τόσο, ώστε σταμάτησε να βγαίνει από το δωμάτιο του, έπαψε να τρώει και να βλέπει κόσμο. Αγνοούσε εντελώς τον λαό του και είχε γίνει θύμα του χρυσοσκάλιστου.

Ο καθρέφτης παρουσίαζε το βασιλόπουλο όλο και πιο όμορφο. Τον έκανε να φαντάζει υπέρλαμπρος μέσα στα μεταξοραμμένα και κεντοστόλιστα ρούχα του. Η υπεροψία και ο εγωισμός του νεαρού είχε ξεπεράσει και το πιο ψηλό πυργίσκο του κάστρου. Όσο φούσκωνε η περηφάνια του βασιλόπουλου, τόσο εκείνος μεταμορφωνόταν σε ένα τρομακτικό κι άσχημο δράκο. Έτσι μια μέρα που ένας υπήκοος του μπήκε στο δωμάτιο για να του προσφέρει νερό, πάγωσε από τον φόβο του. Ο δίσκος του έπεσε κι εκείνος το βαλε στα πόδια. Σε λίγες ώρες όλοι στο παλάτι και οι τριγύρω χωρικοί είχαν μάθει τα νέα, για τ’ όμορφο βασιλόπουλό τους. Το βασιλόπουλο αντιλήφθηκε τι του είχε συμβεί όταν σήκωσε από κάτω το καλογυαλισμένο δίσκο κι αντίκρισε το πραγματικό του πρόσωπο.

Πέταξε τότε μακριά και κρύφτηκε σε μια σπηλιά, μένοντας μόνος, στεναχωρημένος κι αβοήθητος. Κάποια μέρα όμως, καθώς βρισκόταν ξαπλωμένος μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς, μια λάμψη του τράβηξε την προσοχή. Βαθιά στο δάσος, εκεί όπου απλωνόταν η λίμνη, κάτι άστραφτε στο φως του ήλιου. Πέταξε ως εκεί αντικρίζοντας έκπληκτος τον μαγεμένο καθρέφτη να επιπλέει. Σκύβοντας πάνω από τον αναποδογυρισμένο καθρέφτη, είδε ένα ασχημοπό ψαράκι να χαζεύει τη μουρίτσα του. Τόσο γλυκό κι όμορφο, όμως φάνηκε του ασχημόδρακου, που άπλωσε τη τερατώδη χερούκλα του και το έπιασε. Από το φόβο το ψαράκι δάκρυσε κι επειδή ο δράκος δεν ήθελε να το τρομάξει περισσότερο, το καθησύχασε μ’ ένα απαλό φιλί.

Το ψάρι όμως αναπήδησε από το χέρι του, σβούρισε, χτυπήθηκε και μπρος στα μάτια του μεταμορφώθηκε σε μια πανέμορφη κοπέλα. Δίχως αυτή να φοβηθεί, πετάχτηκε στην αγκαλιά του τρυφερού δράκου, ευχαριστώντας τον για την ελευθερία που της πρόσφερε μ’ ένα φιλί. Ένα λυτρωτικό φιλί που πέταξε από πάνω του την τερατώδη μορφή. Λυτρωμένοι και οι δυο τους από τα μάγια μιας απαίσιας μάγισσας, έθαψαν στο πάτο της λίμνης τον χρυσοσκάλιστο καθρέφτη. Οι δυο τους επέστρεψαν στο παλάτι όπου λαός και υπήκοοι τους υποδέχτηκαν με χαρά! Γιορτάζοντας λίγο καιρό αργότερα, το γάμο των δυο νέων. Κι έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

January 17, 2021
Δημοσιευμένο στο μπλογκ 
"Ιστορίες της ζωής"

Συγγραφέας: ΤΡΙΨΑ ΝΙΚΟΛΕΤΑ
Η Τρίψα Νικολέτα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985. Έζησε τα παιδικά της χρόνια στον Βαρνάβα, όπου και διαμένει τώρα με τον σύζυγο της και τα δυο τους παιδιά. Μεγάλωσε στην Κηφισιά. Άθρα έχουν δημοσιευτεί στην τοπική εφημερίδα «Κηφισιά». Είναι πτυχιούχος της Α.Σ.Τ.Ε. Ρόδου. Έχει ολοκληρώσει την φοίτησή της στο 'Ecole Polytechnique παρακολουθόντας, τον κύκλο μαθημάτων ερευνητικής εργασίας «How to Write and Publish a Scientific Paper». Γνωρίζει τέσσερις γλώσσες. Είναι εγγεγραμμένη στα επιμορφωτικα προγράμματα του ΕΚΠΑ «Δημιουργική Ανάγνωση και Γραφή της Πεζογραφίας», «Μιγμα Μαρκετινγκ & Brand» και «Ανάγνωση, Φιλαναγνωσία και Παιδική Λογοτεχνία». Παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Σπούδασε στο Εργαστήρι Συγγραφής- Εκδόσεις Αλάτι, Δημιουργική Γραφή. 
   Παραμένει ενεργό μέλος της λογοτεχνικής ομάδας “ Ιαπωνική Βεντάλια Ποίησης και Πολιτισμού/Japanese Poetry & Culture” και μέλος σε τρεις λέσχες ανάγνωσης. Μικροδιηγήματα, παραμύθια, ποιήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και ηλεκτρονικά μέσα. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο σε Πανελλαδικούς και Παγκόσμιους διαγωνισμούς ποίησης.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
- Με στυλό διαρκείας (συλλογικό), εκδόσεις Αλάτι (υπό έκδοση)
- Ανθολόγιο (συλλογικό), εκδόσεις Αλάτι (υπό έκδοση)
- Ελάτε να μιλήσουμε για Ποίηση (συλλογικό), εκδόσεις Αλάτι (υπό έκδοση)


" Φεγγαράκι μου... λυπημένο" της Γεωργίας Ηλίου

" Μία ιστορία διαφορετική, που αφορά τη δημιουργία του σύμπαντος: το Φεγγάρι και τον Ήλιο και τη σπουδαία επιρροή που έχουν στη Γη μας....